μια βδομάδα αργότερα, ελευθερώθηκε και η Θεσσαλονίκη
Σαν σήμερα στις 18 Οκτωβρίου 1912 οι δυο Λιτοχωρίτες καπεταναίοι Νίκος Βλαχόπουλος και Μιχάλης Κωφός οδηγούν με κυβερνήτη του Τορπιλοβόλου 11 (Τ11) Νίκο Βότση μέσα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και τορπιλίζουν την Τουρκική Φρεγάτα ΦΕΤΙΧ ΜΠΟΥΛΕΝΤ την οποία βυθίζουν. Μια εβδομάδα αργότερα στις 26 Οκτωβρίου 1912 γίνεται η παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Τούρκο Διοικητή Ταχσίν Πασά στο διάδοχο Κωνσταντίνο. Τιμή και δόξα στους Λιτοχωρίτες ναυτικούς που με αυταπάρνηση βοήθησαν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους.
Τριανταφύλλου Ιωάννης
Πρόεδρος Ναυτικού Μουσείου Λιτοχώρου
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΥ Ν. ΒΟΤΣΗ
Απέπλευσα εκ Λιτοχώρου την πρωίαν και κατέπλευσα εις Σκάλαν Ελευθεροχωρίου, όπου παρέμεινα μέχρι της 9ης εσπέρας, οπότε απέπλευσα δια την επίθεσην. Το Καραμπουρνού εφώτηζε συνεχώς την θάλασσαν δια των προβολέων του, αλλά διήλθον απαρατήρητος μεταξύ καραβοφάναρου και Βαρδάρη. Κατ’οπιν έφθασα εις τον λιμένα Θεσσαλονίκης και την 11.20¨ διέκρινα άνευ αμφιβολίας το Τουρκικόν θωρηκτόν ανάπρωρον (εστραμένον) προς πνέοντα μέσην (Β.Α) εις την δυτική άκραν του κυματοθραύστου. Εις την αντίθετον δεξιάν άκραν (συνήθη τόπον αγκυροβολίας) υπήρχε Ρωσικόν πολεμικόν, υποθέτω και άλλα. Εχώρησα ήρεμα, πάντοτε απαρατήρητος και κατηύθυνα την πρώραν εις το μέσον του Τουρκικού Θωρηκτού. Εκσφενδώνησα πρώτον την δεξιάν προραίαν τορπίλην την 11.35¨ απο αποστάσεως 150 μέτρων. Έστρεψα έπειτα ολίγον αριστερά προχωρών και εκσφενδώνησα την αριστεράν. Ανεπόδησα τότε ολοταχώς όπως απομακρυνθώ της εκρήξεως….
Υποπλοίαρχος, Νικόλαος Βότσης
Μαρτυρία του Κύπριου εθελοντή Ιωάννη Π. Πηγασίου (1886 – 1939), από τον Καραβά («εις τον επίγειον παράδεισον της επαρχίας Κηρυνείας». Απόφοιτος -αργότερα- της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, με την κήρυξη του Βαλκανικού Πολέμου τον βρήκε φοιτητή στην Αθήνα. Ως εθελοντής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, βρέθηκε σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης τις μέρες της βύθισης του “Φετχί Μπουλέντ” και της εισόδου του Ελληνικού Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Την μαρτυρία του κατέγραψε -σε 30 συνέχειες- στην εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου» από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο του 1913, με τον τίτλο «Από τα παλαιά σύνορα μέχρι Θεσσαλονίκης».
«Το θύμα του νεωτέρου Κανάρη»
Πριν εξέλθη τις του λιμένα Θεσσαλονίκης θα συναντήση εν πτώμα ημιβυθισμένο εις τα ήσυχα νερά του λιμένος. Δεν είναι ανθρώπινον το πτώμα. Είναι εν μέρος της πρώην ενδόξου οικογενείας της κυρίας αρμάδας, ονομαζόμενον Φετίχ – Μπουλέντ, ήγουν το τουρκικόν θωρηκτόν το οποίον ο νέος συνάδελφος του εκ Ψαρών θαλασσομάχου Κανάρη, ο Βότσης μίαν καλή νύχτα το εξέκαμε διά παντός. Το άδοξον θωρηκτόν ευρίσκεται εξηπλωμένον εν τη θαλάσση στηριζόμενον με την μίαν πλευράν εις τα ήσυχα νερά, κοιμώμενον τον αιώνιον ύπνον. Το άδοξον αυτό πτώμα μαρτυρεί εις τους διαβάτας πάσης εθνικότητος, ότι τα ελληνικά θαλασσοπούλια ζώσι και βασιλεύουσι και θα βασιλεύωσιν αιωνίως. Μαρτυρεί το άδοξον αυτό πτώμα το μέγεθος της ελληνικής τόλμης. Ο Βότσης αποφασίσας να προβή εις την επικινδυνοτάτην αυτήν πράξην, εγνώριζεν ότι οι Τούρκοι δεν ήσαν προσηλωμένοι εις πανηγυρισμούς και διασκεδάσεις. Εγνώριζεν ότι από πολλάς θύρας Άδου θα επέρνα. Δεν εδειλίασεν, εισήλθε τολμηρός, επετέθη γενναιότατα και εξήλθε στεφανωμένος, αποχαιρετήσας μάλιστα τους φρουρούς της πρώτης θύρας του Άδου, ήτοι τους φρουρούς του Καρά Πουρνού δι’ ενός κανονιοβολισμού. Αδύνατον να υπολογίση τις το μέγεθος της τόλμης του νεωτέρου μας Κανάρη, όταν ίδη προ πάντων το φοβερόν Καρά – Πουρνού παρά το οποίον επέρασε. Απότομοι βράχοι υψηλοί κατά την έξοδον σχεδόν του κόλπου, έχοντες μεγίστην έκτασιν αποτελούσι το Καρά – Πουρνού. Παμμέγιστα κανόνια ως στόματα λεόντων είναι εστραμμένα κατά τας διαφόρους διευθύνσεις. Υψηλός δε προβολεύς υπάρχει ο οποίος χρησιμέυει να φωτίζει την είσοδον του κόλπου και τα πέριξ. Το σύνολον αποτελεί εν τρομερόν θηρίον. Βεβαίως όχι τώρα, διότι είναι σκεπασμένον με την κυανόλευκον και φαίνεται ως πράον αρνίον. Αυτού του πρώην τρομερού θηρίου ο νεώτερος Κανάρης διέλαθε της προσοχής, και κατώρθωσε να στολίση την νεωτέραν ελληνικήν ιστορίαν με εν τοιούτον υπέρλαμπρον και δεδοξασμένον κατόρθωμα.»
Ι.Π. Πηγασίου